alcahueta - ορισμός. Τι είναι το alcahueta
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι alcahueta - ορισμός


alcahueta      
alcahuete         
alcahuete, -a (del ár. and. "alqawwád")
1 n. Mediador en relaciones amorosas irregulares o encubridor de ellas. Tercero.
2 (inf.) *Encubridor de cualquier maquinación.
3 (inf.) Persona que va enterándose de las intimidades ajenas y va contando las de unos a otros. Chismoso.
4 m. *Telón que se emplea en el teatro en vez del de boca cuando el entreacto va a ser muy corto, o por otra razón.
. Catálogo
Burladero, celestina, cobejera, cobertera, cohen, comadre, corredera, echacuervos, encandiladera, encandiladora, encubridor, enflautador, lena, lenón, madama, madrina, proxeneta, tercero, trotaconventos, zurcidor. Alcahuetería, lenocinio, tercería, trata. Alcahotar, alcahuetear, echacorvear, encubrir, enflautar, zurcir voluntades. Emplumar. *Prostitución. *Rufián. *Sexo.
alcahuete         
fig. fam. Persona o cosa que sirve para encubrir lo que se quiere ocultar.
sust. masc.
Telón que en el teatro suele emplearse, en lugar del de boca, para dar a entender que el entreacto será muy corto o por alguna otra razón.
Τι είναι alcahueta - ορισμός